- δελφύς
- δελφύ̱ς , δελφύςwombfem acc plδελφύςwombfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελφύς — ( ύος), η (Α) η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. *gwelbh «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš , ουδ. με θέμα σε ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός «η… … Dictionary of Greek
δελφύας — δελφύς womb fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφύν — δελφύς womb fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφύος — δελφύς womb fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφύων — δελφύς womb fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dolphin — For other uses, see Dolphin (disambiguation). Bottlenose dolphin breaching in the bow wave of a boat … Wikipedia
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος … Dictionary of Greek
жолоб — укр., блр. жолоб, др. русск. жолобъ, цслав. жлѣбъ, болг. жляб, сербохорв. жли̏jеб, ждли̏jеб, жле̑б, словен. žlȇb, др. чеш. žleb, слвц. žl᾽аb, žleb, польск. żɫob, род. п. żɫobu, в. луж., н. луж. żɫob; см. Торбьёрнссон 1, 105. Трудное слово.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia